- ἡμίονον
- ἡμίονοςhalf-assmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
мъща — МЪЩА| (2*), ТЕ с. Мул: аще ѹбо ѡрѹжиѥ ѹкрадеть. сѹрово повелѣваеть бити ˫а. аще же что ѿ ˫аремнiкъ. рекше конь. или мъщѧ. или ослѧ. таковымъ рѹцѣ ѹсѣченѣ быти. КР 1284, 327б; поимѣте съ собою всѧ рабы ц(с)рвы. и соломона въсажьше. на мъща моѥ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ημίονος — Βλ. λ.μουλάρι. * * * ο, η (AM ἡμίονος, Α αιολ. τ. αἰμίονος) αυτός που είναι κατά το ήμισυ όνος, ο γεννημένος από όνο και άλογο, το μουλάρι αρχ. 1. μτφ. αυτός που ανήκει σε δύο διαφορετικές εθνικότητες («ἡμίονος βασιλεύς» βασιλιάς κατά το ήμισυ… … Dictionary of Greek
ξυλοφορώ — ξυλοφορῶ, έω (Α) [ξυλοφόρος] 1. (για δούλο ή ημίονο) μεταφέρω ξύλα («ἡμίονον κατέλιπε ξυλοφοροῡντα», Στράβ.) 2. κρατώ ράβδο, όπως οι κυνικοί φιλόσοφοι 3. παράγω ξυλεία … Dictionary of Greek